εἰσαείρομαι

εἰσαείρομαι
εἰσᾰείρομαι, [voice] Med.,
A take to oneself,

Διωνύσου δῶρ' ἐσαειράμενος Thgn. 976

codd.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εισαείρομαι — εἰσαείρομαι (Α) εισδέχομαι …   Dictionary of Greek

  • ἐσαειράμενος — εἰσαείρομαι take to oneself aor part mid masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”